Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν ἀπόροις εἶναι

См. также в других словарях:

  • συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) …   Dictionary of Greek

  • εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»